- ερημάδιν
- ἐρημάδιν και ὁρμάδι και ρημάδι, τὸ (Μ)1. έρημος τόπος, ερημιά2. αυτός που είναι κατεστραμμένος, «ρημάδι».[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημάδ-ιον (< ερημάς, -άδος). Ο τ. ορμάδι < ερημάδιν με τροπή τού ε- σε ο- υπό τη φωνητική επίδραση τού -ρ- και με σίγηοη τού ενδοσυμφωνικού -η -. Ο δε τ. ρημάδι < ερημάδιν, με σίγηση τού αρχικού άτονου ε-].
Dictionary of Greek. 2013.